- περικάθαρμα
- περικάθαρμαexpiationneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικάθαρμα — τὸ, Α [περικαθαίρω] 1. καθαρμός, εξάγνιση 2. μτφ. (για πρόσ.) απόβρασμα τής κοινωνίας, κάθαρμα («ὡς περικαθάρματα τοῡ κόσμου ἐγεννήθημεν», ΚΔ) … Dictionary of Greek
περικαθαρμάτων — περικάθαρμα expiation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαθάρματα — περικάθαρμα expiation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՋՆՋԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0674 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c ա.գ. περικάθαρμα purgamentum. Ձորձ կամ կապերտ անպէտ՝ որ վարի ʼի պէտս ջնջելոյ զազաս. ջնջարան. ջնջոց. առիթ եւ պատճառ ջնջման. ջնջիչ. մաքրիչ. սրբիչ. *Ջնջան լինի արդարոյն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)